υπερινώ

υπερινώ
-άω, Α
ιατρ.
1. προκαλώ βίαιη κένωση με χορήγηση καθαρτικού
2. (συν. παθ.) ὑπερινῶμαι, -άομαι
υφίσταμαι βίαιη κένωση μετά από χρήση καθαρτικού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ-* + ἰνάω / ἰνέω «αδειάζω, καθαρίζω»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • υπέρινος — ον, Α 1. αυτός που μετά από χρήση καθαρτικού είχε υπέρμετρη κένωση 2. (για ζώα και για φυτά) αυτός που εξαντλείται από την υπερβολική παραγωγή ή καρποφορία. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. παρ. τού ρ. ὑπερινῶ] …   Dictionary of Greek

  • υπερίνησις — ήσεως, ἡ, Α [ὑπερινῶ] βίαιη κένωση περιττωμάτων …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”